Ενότητα 4 – Τα ζώα που ζουν κοντά μας

https://i0.wp.com/www.farmland-thegame.eu/images/pageTop.jpg

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΚΟΜΙΚ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ NOUSA

1η ΟΜΑΔΑ (Νίκος, Στέργιος, Γιάννης, Σωτήρης)

1test2test

2η ΟΜΑΔΑ (Παναγιώτα, Ηλίας, Δήμητρα, Ειρήνη)

παναγιωτα 12test

3test

3η ΟΜΑΔΑ (Μαρία Ντρ., Μαρία Μ., Κατερίνα, Χριστίνα)

X_M_M_K_1X_M_M_K_2

 

4η ΟΜΑΔΑ ( Ραφαήλ, Αντώνης Μπ., Αντώνης Λ. , Στέλιος)

1test2test

 

ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ

1ηtest

 

http://1oholargou.files.wordpress.com/2012/04/2012-04-16_1157.png?w=780

 

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ ΣΤΑ ΖΩΑ ΑΠΟ ΤΟ Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Τι θα πει σκλαβιά Παύλος Νιρβάνας
Εκτύπωση
  ― Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
― Πόσο τις δίνεις, βρε παιδί, τις καρδερίνες;
― Τρεις δραχμές, μπάρμπα. Τρεις δραχμές και μ’ εγγύηση. Πάρε, αφέντη, να σε ξυπνά το πρωί.
― Δεν κάνει δυο δραχμές;
― Αν θέλεις να πάρεις τη βραχνιασμένη…
Ο μεσόκοπος άνθρωπος με τα ξενικά ρούχα, κάποιος πρόσφυγας από εκείνους, που πλημμύριζαν το πειραιώτικο λιμάνι, έβγαλε το κομπόδεμα από το ζωνάρι του, έδωσε ένα δίδραχμο στο παιδί και πήρε στα χέρια του την καρδερίνα.
Την κράτησε λιγάκι ελαφρά στα δάχτυλά του, την χάιδεψε πονετικά και την κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας το ανήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στα μάτια του, σα να ήθελε να της πει κάποιο γλυκό λόγο. Ύστερα, τινάζοντάς την ελεύθερη πάνω στην παλάμη του, την άφησε να πετάξει, κάνοντας τάχα πως του είχε ξεφύγει από τα χέρια του:
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο! Tο είδες εκεί!
Από μέσα του όμως φαινόταν καταχαρούμενος ο παράξενος εκείνος άνθρωπος. Θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς, πως αυτό που έγινε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Ο ξένος, χωρίς άλλο, είχε αγοράσει το πουλί, για να του χαρίσει την ελευθερία του. Αν προσπαθούσε να κρύψει το σκοπό του, το έκαμε ίσως από ευγένεια. Και θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς ακόμη, πως έτσι ήταν το πράγμα, αν τον έβλεπε με τι λαχτάρα ακολουθούσε το φτερούγισμα της καρδερίνας στον ελεύθερο αέρα. Ένα φτερούγισμα τρελό, με μουδιασμένα φτερά, που την έφερε στο κατάρτι ενός καϊκιού, σαστισμένη ακόμη από την ξαφνική χαρά της.
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο, πώς μου ξέφυγε!
Από μέσα του όμως έλεγε χωρίς άλλο ο γεροντάκος:
― Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, και μη σε μέλει.
Δυο μορτάκια, που έκαναν το βαρκάρη εκεί δίπλα, πήδησαν αμέσως μέσα στο καΐκι:
― Νά το, νά το, πάνω στο πανί ακούμπησε, είπε το ένα.
― Πέτα το σακκάκι σου, να το ρίξεις κάτω. Δε βλέπεις, πως είναι μουδιασμένο; απάντησε το άλλο.
Ο ελευθερωτής δεν μπόρεσε να κρυφτεί πια. Όρμησε άγριος στην άκρη του μόλου και φώναξε, κουνώντας το μπαστούνι κατά το καΐκι.
― Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας είναι το πουλί; Εγώ το αγόρασα, εγώ θέλησα και το άφησα. Ορίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θα σας σπάσω τα παΐδια σας.
Και μόνον όταν είδε το πουλί να τινάζει τις φτερουγίτσες του και να σκίζει χαρούμενο τον αέρα, μονάχα τότε πήρε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
― Μα βέβαια, μέσα στην ελευθερία γεννήθηκαν· πού να ξέρουν τι θα πει σκλαβιά!…IMGP0801
(από το βιβλίο: Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 1974)
Τα ζώα Ιωάννης Πολέμης
Εκτύπωση
Ποτέ δε θα πειράξω
τα ζώα τα καημένα·
μην τάχα σαν εμένα,
κι εκείνα δεν πονούν;
Θα τα χαϊδεύω πάντα,
προστάτης τους θα γίνω.
Ποτέ δεν θα τ’ αφήνω
στους δρόμους να πεινούν.Aν δεν μιλούν κι εκείνα
κι ο λόγος αν τους λείπει,
μήπως δεν νιώθουν λύπη,
δεν νιώθουν και χαρά;
Μήπως καρδιά δεν έχουν,
στα στήθη τους κρυμμένη,
που τη χαρά προσμένει
κι αγάπη λαχταρά;Aκόμα κι όταν βλέπω
πως τα παιδεύουν άλλοι,
εγώ θα τρέχω πάλι
με θάρρος σταθερό,
θα προσπαθώ με χάδια
τον πόνο τους να γιάνω,
κι ό,τι μπορώ θα κάνω
να τα παρηγορώ.IMGP0798
(από το βιβλίο: Iωάννης Πολέμης, Πρώτα βήματα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Bιβλίων, 1904)

Tα καημένα τα πουλάκια Nαπολέων Λαπαθιώτης
Εκτύπωση
Kρύο βαρύ, χειμώνας όξω,
τρέμουν οι φωτιές στα τζάκια·
τώρα, ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια!Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
― τα πουλάκια θα τα πάρει
ο βοριάς που θα περάσει·η βροχή, και το χαλάζι,
κι ο βοριάς που θα περάσει,
― και το χιόνι, που το παίρνουν,
στις αυλές με το φαράσι…Kι αν η νύχτα είναι μεγάλη,
κι έρχεται γιομάτη τρόμους,
κι αν ο θάνατος, απόψε,
φέρνει γύρα, μες στους δρόμους,κι αν η παγωνιά θερίζει,
κι είναι δίχως ρουχαλάκια,
δε βαριέσαι, ― ποιος θυμάται
τα καημένα τα πουλάκια…Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
― τα πουλάκια θα τα πάρει,
ο βοριάς που θα περάσει·η βροχή, και το χαλάζι,
κι ο βοριάς που θα περάσει,
― και το χιόνι, που το παίρνουν,
στις αυλές, με το φαράσι…Στα παιδάκια είναι τα χάδια,
στα παιδάκια, τα φιλάκια:
τώρα, ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια;Kι όταν γίνει, πάλι, βράδυ,
κι όλοι πάνε να πλαγιάσουν,
να χωθούν μες στα κρεβάτια,
μην τυχόν και ξεπαγιάσουν,τα πουλάκια τα καημένα,
τα πουλάκια, τώρα, πέρα
θα χαθούν, χωρίς ελπίδα
να φανούν την άλλη μέρα…
(από το βιβλίο: Nαπολέων Λαπαθιώτης, Tα ποιήματα, Eκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, 1964)

Τα τζιτζίκια Οδυσσέας Ελύτης
Εκτύπωση
Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά τηςΑπό την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι ΓοργόνεςΚι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:– Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζειIMGP0800
(από το βιβλίο: Oδυσσέας Eλύτης, Τα ρω του έρωτα, ύψιλον/βιβλία, 1986)

Μαλλιαρός Αλέξανδρος Πάλλης
Εκτύπωση
Έχουμε ένα σκύλο
μαύρο μαλλιαρό
κι αγαπάει να μπαίνει
στο νερό.Τι φωνές, τι πήδους
κάνει σα με δει
πως στο χέρι παίρνω
το ραβδί!Το πετάω; Τεντώνει
μια στιγμή τα αυτιά
και σα σπίθα ρίχνει
μια ματιά·και με κρότο πέφτει
παφ! μες στο νερό,
κι αψηλά τινάζει
τον αφρό.Μες στα δυο πώς λάμπει
μάτια του η χαρά
σα γυρνάει κουνώντας
την ουρά!Το ραβδί πώς δίνει
με την κεφαλή,
για ναν τον χαϊδέψω,
χαμηλή!Κι όταν ναν τ’ αρπάξει
πίσω προσπαθεί,
πώς και με λασπώνει…
να χαθεί!
(από το βιβλίο: <Aλέξανδρος Πάλλης>, Κούφια καρύδια, The Liverpool Booksellers Co., Λίβερπουλ 1915)

Ο καημένος Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Εκτύπωση
Στο λιβάδι ξεχασμένος
ένας γάιδαρος βοσκούσε·
τίποτ’ άλλο δε ζητούσε
ο καημένος.Το χορτάρι του μασούσε
κι ήταν τρισευτυχισμένος
και το ξύλο λησμονούσε
ο καημένος.Και την τύχη ευχαριστούσε,
που δεν ήταν φορτωμένος,
και τα δυο του αυτιά κουνούσε
ο καημένος.Τους εχθρούς του συχωρούσε
κι ήτανε συχωρεμένος,
και τον κόσμον αγαπούσε
ο καημένος.Το Θεό παρακαλούσε
για να μείνει εκεί δεμένος
και να βόσκει όσο θα ζούσε
ο καημένος.IMGP0802 IMGP0797
(από το βιβλίο: Zαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Xελιδόνια, Bιβλιοθήκη Eκπαιδευτικού Oμίλου, 1920)

Ο μικρός ο Ποντικούλης Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Εκτύπωση
Στο σκοτάδι μαστορεύουν
πέντε ποντικοί.
Τι σκεπάρνια! Τι πριόνια!
Τι μαστορική!
Σε ντουλάπι νοικοκύρη
βάλθηκαν να μπουν·
κρατς! ο ένας, κριτς! ο άλλος
κόβουν και τρυπούν.Είναι νύχτα και στο σπίτι
τό ’ριξαν βαριά.
Ετεμπέλιασεν ο γάτος
δίπλα στη φωτιά.
Μόνο η φάκα στο ντουλάπι
κάθεται ξυπνή
κι αφουγκράζεται τον κλέφτη
κι ώρες αγρυπνεί.Με τα δόντια τους ανοίξαν
τρύπα φοβερή.
Νά τους! μπαίνουν ένας ένας,
βόσκουν στο τυρί
παξιμάδια ροκανίζουν
στο γλυκό βουτούν,
κουβεντιάζουν, σουλατσάρουν,
σιγοπερπατούν.Κι ο μικρός ο Ποντικούλης,
που όλο τριγυρνά,
μες στη φάκα μπαινοβγαίνει
και τηνε κουνά·
φραπ! εκείνη τον γραπώνει
και τον έχει εκεί.
Για τους πέντε ο Ποντικούλης  μπήκε φυλακή.
(από το βιβλίο: Zαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Xελιδόνια, Bιβλιοθήκη Eκπαιδευτικού Oμίλου, 1920)

1 comments on “Ενότητα 4 – Τα ζώα που ζουν κοντά μας

Σχολιάστε