(από το βιβλίο: Iωάννης Πολέμης, Πρώτα βήματα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Bιβλίων, 1904)
Tα καημένα τα πουλάκια |
Nαπολέων Λαπαθιώτης |
|
Kρύο βαρύ, χειμώνας όξω,
τρέμουν οι φωτιές στα τζάκια·
τώρα, ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια!Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
― τα πουλάκια θα τα πάρει
ο βοριάς που θα περάσει·η βροχή, και το χαλάζι,
κι ο βοριάς που θα περάσει,
― και το χιόνι, που το παίρνουν,
στις αυλές με το φαράσι…Kι αν η νύχτα είναι μεγάλη,
κι έρχεται γιομάτη τρόμους,
κι αν ο θάνατος, απόψε,
φέρνει γύρα, μες στους δρόμους,κι αν η παγωνιά θερίζει,
κι είναι δίχως ρουχαλάκια,
δε βαριέσαι, ― ποιος θυμάται
τα καημένα τα πουλάκια…Tα πουλάκια είναι στα δέντρα,
τα πουλάκια είναι στα δάση,
― τα πουλάκια θα τα πάρει,
ο βοριάς που θα περάσει·η βροχή, και το χαλάζι,
κι ο βοριάς που θα περάσει,
― και το χιόνι, που το παίρνουν,
στις αυλές, με το φαράσι…Στα παιδάκια είναι τα χάδια,
στα παιδάκια, τα φιλάκια:
τώρα, ποιος τα συλλογιέται
τα καημένα τα πουλάκια;Kι όταν γίνει, πάλι, βράδυ,
κι όλοι πάνε να πλαγιάσουν,
να χωθούν μες στα κρεβάτια,
μην τυχόν και ξεπαγιάσουν,τα πουλάκια τα καημένα,
τα πουλάκια, τώρα, πέρα
θα χαθούν, χωρίς ελπίδα
να φανούν την άλλη μέρα… |
|
(από το βιβλίο: Nαπολέων Λαπαθιώτης, Tα ποιήματα, Eκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, 1964)
Τα τζιτζίκια |
Οδυσσέας Ελύτης |
|
Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά τηςΑπό την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι ΓοργόνεςΚι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:– Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει |
|
(από το βιβλίο: Oδυσσέας Eλύτης, Τα ρω του έρωτα, ύψιλον/βιβλία, 1986)
Μαλλιαρός |
Αλέξανδρος Πάλλης |
|
Έχουμε ένα σκύλο
μαύρο μαλλιαρό
κι αγαπάει να μπαίνει
στο νερό.Τι φωνές, τι πήδους
κάνει σα με δει
πως στο χέρι παίρνω
το ραβδί!Το πετάω; Τεντώνει
μια στιγμή τα αυτιά
και σα σπίθα ρίχνει
μια ματιά·και με κρότο πέφτει
παφ! μες στο νερό,
κι αψηλά τινάζει
τον αφρό.Μες στα δυο πώς λάμπει
μάτια του η χαρά
σα γυρνάει κουνώντας
την ουρά!Το ραβδί πώς δίνει
με την κεφαλή,
για ναν τον χαϊδέψω,
χαμηλή!Κι όταν ναν τ’ αρπάξει
πίσω προσπαθεί,
πώς και με λασπώνει…
να χαθεί! |
|
(από το βιβλίο: <Aλέξανδρος Πάλλης>, Κούφια καρύδια, The Liverpool Booksellers Co., Λίβερπουλ 1915)
Ο καημένος |
Ζαχαρίας Παπαντωνίου |
|
Στο λιβάδι ξεχασμένος
ένας γάιδαρος βοσκούσε·
τίποτ’ άλλο δε ζητούσε
ο καημένος.Το χορτάρι του μασούσε
κι ήταν τρισευτυχισμένος
και το ξύλο λησμονούσε
ο καημένος.Και την τύχη ευχαριστούσε,
που δεν ήταν φορτωμένος,
και τα δυο του αυτιά κουνούσε
ο καημένος.Τους εχθρούς του συχωρούσε
κι ήτανε συχωρεμένος,
και τον κόσμον αγαπούσε
ο καημένος.Το Θεό παρακαλούσε
για να μείνει εκεί δεμένος
και να βόσκει όσο θα ζούσε
ο καημένος. |
|
(από το βιβλίο: Zαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Xελιδόνια, Bιβλιοθήκη Eκπαιδευτικού Oμίλου, 1920)
Ο μικρός ο Ποντικούλης |
Ζαχαρίας Παπαντωνίου |
Στο σκοτάδι μαστορεύουν
πέντε ποντικοί.
Τι σκεπάρνια! Τι πριόνια!
Τι μαστορική!
Σε ντουλάπι νοικοκύρη
βάλθηκαν να μπουν·
κρατς! ο ένας, κριτς! ο άλλος
κόβουν και τρυπούν.Είναι νύχτα και στο σπίτι
τό ’ριξαν βαριά.
Ετεμπέλιασεν ο γάτος
δίπλα στη φωτιά.
Μόνο η φάκα στο ντουλάπι
κάθεται ξυπνή
κι αφουγκράζεται τον κλέφτη
κι ώρες αγρυπνεί.Με τα δόντια τους ανοίξαν
τρύπα φοβερή.
Νά τους! μπαίνουν ένας ένας,
βόσκουν στο τυρί
παξιμάδια ροκανίζουν
στο γλυκό βουτούν,
κουβεντιάζουν, σουλατσάρουν,
σιγοπερπατούν.Κι ο μικρός ο Ποντικούλης,
που όλο τριγυρνά,
μες στη φάκα μπαινοβγαίνει
και τηνε κουνά·
φραπ! εκείνη τον γραπώνει
και τον έχει εκεί.
Για τους πέντε ο Ποντικούλης μπήκε φυλακή. |
|
(από το βιβλίο: Zαχαρίας Λ. Παπαντωνίου, Xελιδόνια, Bιβλιοθήκη Eκπαιδευτικού Oμίλου, 1920) |
|
|
|
|
|
Παιδιά δουλέψατε άψογα!!!!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!